- ἐρυθρόλευκος
- ἐρυθρόλευκοςreddish-whitemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερυθρόλευκος — η, ο (AM ἐρυθρόλευκος, ον) 1. αυτός τού οποίου το χρώμα σε μερικά μέρη είναι κόκκινο και σε άλλα άσπρο 2. αυτός που έχει χρώμα κόκκινο που αποκλίνει προς το άσπρο ή άσπρο που αποκλίνει προς το κόκκινο, ο ασπροκόκκινος … Dictionary of Greek
ἐρυθρόλευκον — ἐρυθρόλευκος reddish white masc/fem acc sg ἐρυθρόλευκος reddish white neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Риера, Альберт — Альберт Риера … Википедия
Manolis Moniakis — Personal information Full name Manolis Moniakis Date of birth 9 November 1988 ( … Wikipedia
λευκέρυθρος — η, ο (AM λευκέρυθρος, ον Α και λευκοέρυθρος, ον) λευκός και ερυθρός, ερυθρόλευκος, ασπροκόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ἐρυθρός] … Dictionary of Greek
λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… … Dictionary of Greek